πιστότητα

πιστότητα
η / πιστότης, -ητος, ΝΑ [πιστός (Ι)]
η ιδιότητα τού πιστού, το να είναι κανείς πιστός, άξιος εμπιστοσύνης
νεοελλ.
1. ακρίβεια, γνησιότητα («η πιστότητα τής μετάφρασης»)
2. μετρολ. προσόν ενός οργάνου μετρήσεων το οποίο χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι, όσες φορές και να μετρήσουμε ένα συγκεκριμένο μέγεθος, το όργανο θα δίνει πάντα την ίδια τιμή
3. (ραδιοηλ.) η ικανότητα ενός ραδιοφωνικού δέκτη ή ενός ενισχυτή να αναπαράγει χωρίς παραμόρφωση στην έξοδό του το σήμα χαμηλής συχνότητας, δηλ. τον ήχο
4. φρ. «υψηλή πιστότητα» — η ικανότητα ενός συστήματος αναπαραγωγής ήχου να αποδίδει αναλλοίωτα ὁλα τα χαρακτηριστικά τής μουσικής που μεταδίδει
αρχ.
1. τιμιότητα
2. φρ. «πιστότητος ὑμῶν ἕνεκα» — με σκοπό να εμφυσήσει πίστη, πεποίθηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιστότητα — η η ιδιότητα του πιστού, η ακρίβεια: Δεν αμφισβητείται η πιστότητα του εγγράφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστότητα — πιστότης good faith fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηλή πιστότητα — (απόδοση της αγγλικής έκφρασης High Fidelity, που συμβολίζεται διεθνώς με τα αρχικά HiFi). Στην ηλεκτροακουστική, η πιστή απόδοση μιας διάταξης αναπαραγωγής του ήχου (μικρόφωνο, πικάπ, μαγνητόφωνο, ενισχυτής κλπ.), στην οποία η μορφή του σήματος… …   Dictionary of Greek

  • ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα …   Dictionary of Greek

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • ακριβασμός — ἀκριβασμός, ο (Α) [ἀκριβάζω] 1. ακρίβεια, πιστότητα 2. θέσπισμα, νομοθέτημα, διάταγμα …   Dictionary of Greek

  • εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… …   Dictionary of Greek

  • κεδνοσύνη — κεδνοσύνη, ἡ (Α) [κεδνός] επιγρ. η ιδιότητα τού έμπιστου, τού αφοσιωμένου, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πιστότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”